- ψάρι
- Oνομασία 5 οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαμαρίου.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.) και βρίσκεται BΔ της Δημητσάνας.
3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βάρδας (Βουπρασίου).
4. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ.) του νομού Κορινθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (22 τ. χλμ.).
5. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.), στην πρώην επαρχία Τριφυλίας, του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Άγιος Νικόλαος (υψόμ. 220 μ.) και Κάτω Μέρη (υψόμ. 400 μ.).
Ο ορεινός οικισμός Ψάρι του νομού Κορινθίας.
* * *(I)το, Ν1. ο ιχθύς2. μτφ. (για πρόσ.) (σκωπτικά) α) δειλός, φοβιτσιάρηςβ) ατάλαντος τραγουδιστήςγ) ο νεοσύλλεκτος3. φρ. α) «τρέμει σαν το ψάρι» — φοβάται πολύβ) «μού 'ψησε το ψάρι στα χείλη» — μέ βασάνισε, μέ ταλαιπώρησε πολύγ) «φάτε, μάτια, ψάρια κι η κοιλιά περίδρομο» — λέγεται για κάποιον που θαυμάζει ή επιθυμεί κάτι χωρίς να έχει τη δυνατότητα να τό αποκτήσει4. παροιμ. α) «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» — δηλώνει ότι ο πιο ισχυρός επικρατείβ) «άσπρα στο πουγγί, ψάρια στο βουνί» — δηλώνει ότι για όποιον έχει χρήματα όλα είναι δυνατά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψάριον, υποκορ. τού ὄψον «προσφάι», με σίγηση τού αρκτικού άτονου ο- (βλ. λ. όψο[ν]). Η σημ. «ψάρι» τής λ. είναι ήδη αρχ.: ὄψον «το ψάρι ως κύριο προσφάι τών Αθηναίων»].————————(II)το, Νψαρονέφρι, φιλέτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *ψ(ο)ιάριον, υποκορ. τών ψόα* / ψοιά «οι μύες τής οσφυϊκής χώρας μέχρι την περιοχή τών νεφρών» (με αποβολή τού -(ο)ι-, πρβλ. σιαγόνιον: σαγόνι)].
Dictionary of Greek. 2013.